- ἄσκεπος
- ἄσκεποςnot coveringmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσκεπος — η, ο (AM ἄσκεπος, ον) 1. ο ακάλυπτος 2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του αρχ. ο απροστάτευτος … Dictionary of Greek
ἀσκέπως — ἄσκεπος not covering adverbial ἄσκεπος not covering masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσκεπον — ἄσκεπος not covering masc/fem acc sg ἄσκεπος not covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπους — ἄσκεπος not covering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπῳ — ἄσκεπος not covering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκέπαστος — η, ο επίρρ. α και άσκεπος, η, ο ακάλυπτος, αστέγαστος: Έμεινα ασκέπαστος τη νύχτα και κρύωσα. – Έχουν ακόμη το σπίτι ασκέπαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)